- ζερό
- το(κυρίως στο παιχνίδι τής ρουλέτας) το μηδέν.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. zero < ιταλ. zero < zefiro, < αραβ. sifr «μηδέν», πιθ. < ελλ. ψήφοςπρβλ. και λ. τσίφρα /τζίφρα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Orestis Makris — Ορέστης Μακρής Born September 30, 1898 Chalcis, Greece Died January 29, 1975 … Wikipedia
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek